- τραβεστί
- ο, η, Νπαθητικός ομοφυλόφιλος που ντύνεται και συμπεριφέρεται σαν γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. travesti, μτχ. παρακμ. τού ρ. travestir «μεταμφιέζομαι» < ιταλ. travestire < λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι» + vestis «ένδυμα»].
Dictionary of Greek. 2013.