τραβεστί

τραβεστί
ο, η, Ν
παθητικός ομοφυλόφιλος που ντύνεται και συμπεριφέρεται σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. travesti, μτχ. παρακμ. τού ρ. travestir «μεταμφιέζομαι» < ιταλ. travestire < λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι» + vestis «ένδυμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ντεζαζέ, Πολίν Βιρζινί — (Pauline VirginieDejazet, Παρίσι 1798 – 1875). Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε στο θέατρο σε ηλικία πέντε ετών, αλλά άρχισε να γίνεται γνωστή μόνο από το 1821 σε ρόλους σουμπρέτας. Συχνά έπαιζε με αντρικά ρούχα και θεωρήθηκε αξεπέραστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”